Ο όρος δυσλεξία αναφέρεται σε μια ειδική μαθησιακή δυσκολία που αφορά την ικανότητα ανάγνωσης και γραφής. Δεν πρέπει να συγχέεται με δυσκολίες προφορικής έκφρασης .
Τα τελευταία πέντε χρόνια γίνεται γνωστό, σε παγκόσμιο επίπεδο, πως το πρόβλημα της δυσλεξίας είναι πιο μεγάλο απ’ όσο μπορεί να φανταστεί κανείς. Μελέτες αποδυκνείουν ότι πάνω από το 8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας χαρακτηρίζεται από δυσλεξία. Ποσοστό αρκετά υψηλό για τα σημερινά δεδομένα . Το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίζουμε ποια παιδιά πάσχουν από δυσλεξία. Το επόμενο βήμα είναι να προλάβουμε τα προβλήματα στο διάβασμα και στη γραφή, που είναι χαρακτηριστικά για τα παιδιά αυτά. Πάμε όμως να δούμε τις δυσκολίες της δυσλεξίας καθώς και κάποια σημάδια που προμηνούν την ύπαρξή της.
Από τις πρώτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα δυσλεκτικά παιδιά είναι το γεγονός ότι δυσκολεύονται στην ακουστική διάκριση των ήχων. Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν εύκολα κάποιους ήχους όπως /β/ και /δ/ με αποτέλεσμα να τους συγχέουν. Αυτό βέβαια μπορεί να μην παρατηρείται στην προφορική τους ομιλία όμως η σύγχυση αυτή διαπιστώνεται στο γραπτό τους λόγο. Δυσκολία υπάρχει και στην φωνολογική ανάλυση των συλλαβών αλλά και στην φωνολογική σύνθεσή τους. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι π.χ η συλλαβή /πο/ αρθρώνεται προφέροντας πρώτα το φώνημα /π/ και στη συνέχεια το φώνημα /ο/. Μπερδεμένη ως τόσο είναι και η αντίστροφη διαδικασία. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι για να γράψουν την συλλαβή /πο/ πρέπει πρώτα να γράψουν το /π/ και μετά το /ο/ .
Δυσκολία υπάρχει και στην οπτική διάκριση των γραμμάτων. Τα δυσλεκτικά παιδιά τείνουν να μπερδεύουν γράμματα που μοιάζουν οπτικά μεταξύ τους. Όπως τα γράμματα /θ/ – /δ/ ή τα γράμματα /α/ – /ο/. Αυτό μπορεί να συμβαίνει και στην ανάγνωση αλλά και στη γραφή.. Συνεπώς η ανάγνωση τους γίνεται πολύ αργή με αποτέλεσμα να λέμε ότι τα παιδιά «διαβάζουν συλλαβιστά», χωρίς αυτό βέβαια να ισχύει με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Πολλές φορές επίσης διαβάζουν την αρχή της λέξης και πιθανολογούν την συνέχειά της και την συμπληρώνουν με την φαντασία τους, π.χ βλέπουν τη λέξη «τον τρόπο» και διαβάζουν «του τρόπου» ή «το τροπικό». Τείνουν να πηδούν γραμμές , να μην βλέπουν κόμματα, τελείες, τόνους.
Προβλήματα επίσης υπάρχουν και στη γραφή: οι λέξεις μένουν μισές, παραλείπονται γράμματα, συλλαβές και πολλές φορές ολόκληρες λέξεις, δεν εφαρμόζονται κανόνες γραμματικής και ορθογραφίας. Δυσκολίες υπάρχουν και στην αντιγραφή. Και πώς να μην υπάρχουν βέβαια, όταν τα δυσλεκτικά παιδιά δεν αντιγράφουν λέξεις αλλά γράμμα – γράμμα. Έτσι λοιπόν είναι πολύ δύσκολο και να αντιγράφουν και ταυτόχρονα να εφαρμόζουν τους κανόνες αλλά και να παρακολουθούν τι έχουν γράψει.
Η ένταση της νοητικής λειτουργίας που απαιτείται για να διαβάσει και να γράψει κανείς γρήγορα και σωστά δεν είναι εφικτή όταν υπάρχει δυσλεξία..
Το αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί με δυσκολία διαβάζει το κείμενο και όταν τελειώνει την ανάγνωση δεν είναι σε θέση να μας πει τι διάβασε διότι δεν το κατανοεί την ώρα που το διαβάζει. Παράλληλα στο γραπτό λόγο το δυσλεκτικό παιδί έχει την εντύπωση ότι έχει γράψει αυτό που ήθελε, αλλά μετά διαπιστώνει ότι ούτε το ίδιο βγάζει νόημα από αυτό που έχει γράψει.
Η δυσλεξία έχει επιπτώσεις και στα μαθηματικά. .μπορεί π.χ ένα παιδί να έχε άριστη υπολογιστική ικανότητα και να βρίσκει εύκολα τις λύσεις των προβλημάτων αλλά μπορεί να δυσκολεύεται να γράψει τα μαθηματικά προβλήματα ή κάποιες μαθηματικές φράσεις. Μπορεί να συγχέει το /+/ με το /-/ , να ξεχνάει το /=/ …
Η δυσλεξία μπορεί να συνδέεται και με άλλες αναπτυξιακές αδυναμίες. Συνήθως συνδέεται με την έλλειψη προσοχής – υπερκινητικότητα ενώ και ο προφορικός λόγος των παιδιών δεν πλούσιος και εξελιγμένος, πράγμα που μπορεί να φανεί στο περιεχόμενο των σχολικών εκθέσεων ιδεών.
Στις μέρες μας η δυσλεξία θεωρείται γονιδιακά προσδιοριζόμενη ιδιαιτερότητα , οπότε κατά κανόνα ένα δυσλεκτικό παιδί έχει κοντινούς συγγενείς με την ίδια ιδιαιτερότητα. Είναι ένα νευροβιολογικό χαρακτηριστικό ισόβιου χαρακτήρα.
Εν μέρει οι δυσκολίες οφείλονται στο ότι υπο-χρησιμοποιούνται κυκλώματα του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου: χαρακτηριστική είναι η δυσκολία κάποιων να μετρούν ανάποδα ή να γράφουν με το δεξί χέρι (γι’ αυτό και παρατηρούμε πολλούς δυσλεκτικούς να είναι αριστερόχειρες).
Ωστόσο ως αντιστάθμιση υπερ-χρησιμοποιούνται τα κυκλώματα το δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου με αποτέλεσμα τα άτομα να έχουν σπουδαία πλεονεκτήματα. Χρησιμοποιούν νέους δρόμους σκέψης, έχουν διαισθητική ικανότητα να λύνουν προβλήματα και καταστάσεις ( δηλαδή οι λύσεις τους έρχονται χωρίς να ξέρουν πως). Αυτό τους κάνει δημιουργικούς.